- σπουδάζοντας
- σπουδάζωto be busypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Βάρβογλης, Μάριος — (Αθήνα 1885 – 1967). Έλληνας μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος από γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902 πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο… … Dictionary of Greek
Ιατρίδης, Αθανάσιος — (Καρπενήσι 1798/9 – Αράχοβα 1866). Σχεδιαστής, ζωγράφος και λιθογράφος. Λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση πήγε στη Βιέννη, όπου έμεινε έως το 1827, σπουδάζοντας ζωγραφική. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου διδάχθηκε και τη λιθογραφία.… … Dictionary of Greek
Καστριώτης, Γεώργιος — (Αθήνα 1899 – 1969). Γλύπτης. Φοίτησε στη σχολή μηχανικών της Λοζάνης, γρήγορα όμως την εγκατάλειψε για να παρακολουθήσει μαθήματα γλυπτικής στο Παρίσι, όπου φοίτησε στη σχολή καλών τεχνών, σπουδάζοντας ταυτόχρονα και στο εργαστήριο του Αντουάν… … Dictionary of Greek
Κνέμπελ, Καρλ Λούντβιχ φον- — (Karl Ludwig von Knebel, Νόρτλινγκεν 1744 – Ιένα 1834). Γερμανός ποιητής. Ξεκίνησε σπουδάζοντας νομικά και αργότερα, επί μία δεκαετία, υπηρέτησε στον στρατό. Συνδεόταν φιλικά με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της γερμανικής λογοτεχνίας της εποχής … Dictionary of Greek
Κοέν, Λέοναρντ — (Leonard Cohen, Μόντρεαλ 1934 –). Καναδός τραγουδιστής, συνθέτης και ποιητής, εβραϊκής καταγωγής. Το 1954 άρχισε τη μουσική του σταδιοδρομία με ένα κάντρι συγκρότημα του Μόντρεαλ. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη συγγραφή ποιημάτων και μυθιστορημάτων,… … Dictionary of Greek
Κόσσος, Ιωάννης — (Τρίπολη 1832 – Αθήνα 1878). Γλύπτης. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός γλύπτης της μετεπαναστατικής περιόδου. Μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών, που είχε ιδρυθεί την εποχή του Όθωνα στην Αθήνα, σπουδάζοντας αρχικά ζωγραφική και αργότερα γλυπτική με… … Dictionary of Greek
Λόρεντς, Κόνραντ — (Konrad Lorenz, Άλτενμπεργκ, Αυστρία 1906 – 1989). Αυστριακός γιατρός. Αν και αρχικά ενδιαφερόταν να ασχοληθεί με την παλαιοντολογία και τη ζωολογία, σπουδάζοντας ιατρική ανακάλυψε ότι η συγκριτική ανατομική και εμβρυολογία προσέφερε καλύτερη… … Dictionary of Greek
Μαβίλης, Λορέντζος — (Ιθάκη 1860 – Δρίσκος Ηπείρου 1912). Ποιητής. Αριστοκρατικής καταγωγής (ο παππούς του ήταν Ισπανός ευπατρίδης) από γονείς Κερκυραίους (συμπτωματικά γεννήθηκε στην Ιθάκη, λόγω των μετακινήσεων του δικαστή πατέρα του), έζησε έντεκα χρόνια (1879 90) … Dictionary of Greek